- ράντ
- (I)το, Νάκλ. νομισματική μονάδα τής Δημοκρατίας τής Νότιας Αφρικής.————————(II)το, Νάκλ. (φυσ. -μετρολ.) μονάδα απορροφηθείσας δόσης ακτινοβολίας, ίση με την ποσότητα μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας, η οποία, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής της, προκαλεί απορρόφηση 100 εργίων ανά γραμμάριο ακτινοβολούμενης ύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rad < radiation (< λατ. radiatio, -onis «ακτινοβολία» < radiatus «ακτινοβόλος» < radio «φωτίζω» < radius «ακτίνα»)].
Dictionary of Greek. 2013.